Η ΔΙΖΩΝΙΚΗ-ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
ΩΣ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Εισαγωγική παρατήρηση
Η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία ως βάση επίλυσης του Κυπριακού νοείται, πέραν κάθε θεσμικής ή πολιτικής αμφιβολίας, ως συνεπαγομένη τη μία χώρα, με μία και την αυτή διεθνή νομική προσωπικότητα, μία καιμοναδική κυριαρχία, ένα λαό, τον Κυπριακό λαό, και μία ιθαγένεια. Ως τέτοια η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελεί μέλος του ΟΗΕ, της Ευρωπαΐκής Ένωσης και όλων των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών.
I. Διζωνική – δικονομική ομοσπονδία και ΟΗΕ
Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο πολλά από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που αφορούν στην επίλυση του Κυπριακού, τα οποία υιοθέτησε και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ,περιλαμβάνουν τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία ως πολιτευματική τους βάση (βλ.ενδεικτικά Ψήφισμα Σ.Α.Ο.Η.Ε 649/1990, 750/1992).
II. Τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού
Με βάση τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία καταρτίστηκαν μία σειρά σχέδια επίλυσης του Κυπριακού: οι Δείκτες Ιδεών (1983) και η Δέσμη Ιδεών (1985) του Ξαβιέρ Πέρες ντε Κουεγιάρ, το σχέδιο Μπούτρος Μπούτρος – Γκάλι (1992), το σχέδιο Κόφι Ανάν (2004) και το σχέδιο Αντόνιο Γκουτιέρες (2017). Πρόκειται για σχέδια Γενικών Γραμματέων του ΟΗΕ που απερρίφθησαν. Για την πληρέστερη ενημέρωση για όλα τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού παραπέμπω στη μελέτη του νυν Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη με τίτλο «Τα σχέδια επίλυσης του κυπριακού 1948-2017» που εκδόθηκε το 2020, με πρόλογο του τότε υπουργού εξωτερικών της Ελλάδας Νίκου Δένδια.
III. Η πολιτειακή έννοια της Ομοσπονδίας
Στον Β’ τόμο του έργου του καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας,1994 διδάσκεται με τον πιο σαφή και ξεκάθαρο τρόπο η έννοια της Ομοσπονδίας (σελ.141 επ). Κατά τον Δ.Τσάτσο τα πολιτεύματα διακρίνονται σε εκείνα των ενιαίων κρατών και σε εκείνα των διαφόρων μορφών ενώσεων πολιτειών. Αυτά τα δεύτερα διακρίνονται (α) στις συνομοσπονδίες, δηλαδή στη χαλαρή μορφή ένωσης (Γερμανία 1815-1866), ΗΠΑ (1776-1787), Ελβετία (1815-1848), Κάτω Χώρες (1575-1795), Ρωσία μετά τον Γκορμπατσώφ και έως τον Μπόρις Γέλτσιν(1999). Άρα αυτή η μορφή πολιτεύματος εξέλειπε (σε μια τέτοια μορφή πολιτεύματος οδηγούν οι τουρκικές και τουρκο-κυπριακές προτάσεις). Και (β) στις ομοσπονδίες. Σε αυτές «…τα νομικά συνεκτικά στοιχεία δημιουργούν τελικά έναν νέο, ενιαίο, υπερκείμενο πολιτειακό φορέα». Παρατηρείται εδώ πως η ομοσπονδία ιστορικά ήταν εξέλιξη της συνομοσπονδίας (ΗΠΑ, Γερμανία, Ελβετία). Εξαίρεση αποτελεί η συνομοσπονδία των Κάτω Χωρών που διαλύθηκε. Στις ομοσπονδίες γίνεται κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των ομοσπονδιακών κρατιδίων και της κεντρικής, της ομοσπονδιακής εξουσίας και των οργάνων της. Σε αυτές τις ενώσεις, προφανώς, υπερκείμενη εξουσία είναι η ομοσπονδιακή.
Η παρατήρηση των ομοσπονδιακών πολιτευμάτων μας οδηγεί στην εξής περαιτέρω ταξινόμηση: ανάλογα με τηδιαρρύθμιση του φορέα της εκτελεστικής εξουσίας τα ομοσπονδιακά πολιτεύματα διακρίνονται σε αυτά με προεδρικό πολίτευμα(ΗΠΑ, Κύπρος) και σε εκείνα με κοινοβουλευτικό πολίτευμα (Γερμανία). Και στις δύο αυτές μορφές ομοσπονδιών η κεντρική εκτελεστική εξουσία είναι συμπαγής, σταθερή και εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Στο προεδρικό πολίτευμα, η προεδρική θητεία είναι σταθερή δίχως ανατροπές. Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα η σταθερότητα εξασφαλίζεται με την εκλογίκευσή του, που αναδεικνύει Πρωθυπουργό, ο οποίος ανατρέπεται πάρα πολύ δύσκολα, αφού οι προτάσεις δυσπιστίας εναντίον του δύσκολα υιοθετούνται. Η εκλογίκευση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος υπήρξε προϊόν σημαντικών εξελίξεων που προκάλεσε η κυβερνητική αστάθεια ( οι κυβερνήσεις αναδεικνύονταν και ανατρέπονταν σε βραχύ χρονικό διάστημα, ακόμη και ολίγων ημερών).
Τί προκαλούσε, όμως, αστάθεια στις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις; Κυρίως ο δυϊσμός της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή η σύγκρουση ως προς το ποιος αποφασίζει. Ο ΠτΔ ή Βασιλιάς από τη μία πλευρά, ή η Κυβέρνηση. Δηλαδή πρόσωπα, φορείς εκτελεστικών λειτουργιών που διαφωνούσαν ως προς την ασκούμενη πολιτική ή τα πρόσωπά της.
Με τις προηγούμενες ιστορικές διαπιστώσεις ως απαραίτητο και ακλόνητο θεμέλιο καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
α. Η ομοσπονδία προϋποθέτει σταθερή εκτελεστική εξουσία. Ο ΠτΔ ή ο Πρωθυπουργός αφενός δεν ανατρέπονται με ευκολία και αφετέρου αποφασίζουν αδιατάρακτα για τα μείζονα θέματα της ενιαίας πολιτείας: πχ εξωτερική πολιτική, κεντρικός προϋπολογισμός, αμυντική πολιτική, κεντρικά μείζονα ζητήματα δικαιοσύνης και ασφάλειας.
β. Οι επιμέρους εξουσίες-αρμοδιότητες των κρατιδίων δεν φτάνουν έως του σημείου να αμφισβητούνται οι αρμοδιότητες των ΠτΔ ή των Πρωθυπουργών. Το ζήτημα της αρμοδιότητας ως προς τις αρμοδιότητεςεπιλύεται, όταν ανακύπτει, από τη Δικαιοσύνη στο ανώτατο επίπεδό της η οποία, προφανώςεπίσης, αποφασίζει δίχως θεσμούς που καταργούν στην πράξη αυτή την αποφασιστική της αρμοδιότητα. Με άλλα λόγια η εκτελεστική εξουσία λειτουργεί σταθερά και απρόσκοπτα. Και, φυσικά, οιακραία αρνητικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με τους θεσμούς του impeachment στο προεδρικό πολίτευμα και την πρόταση δυσπιστίας στο κοινοβουλευτικό.
γ. Στα ομοσπονδιακά πολιτεύματα, όπως και σε όλα τα δημοκρατικά, έχουν απόλυτη ισχύ η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου UDHR, 1948, όπως αυτά εξειδικεύονται στις διάφορες ομοσπονδιακές χώρες (πχ Σύνταγμα ΗΠΑ). Όταν όμως πρόκειται για την Ευρωπαΐκή Ένωση, σε όλα τα κράτη μέλη, ομοσπονδιακά και μη, ισχύουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΣΔΑ, 1950, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που απέκτησε νομική ισχύ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009, καθώς και μια σειρά κανονισμοί και οδηγίες, αλλά και το Θεμελιώδες κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή η συνθήκη ΕΕ. Και ως γνωστόν πρωτεύουσα θέση στην ΕΕ έχουν τα δικαιώματα της ελεύθερης κίνησης αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και φυσικά προσώπων. Αυτή η τελευταία ελευθερία έχει ερμηνευθεί επίσημα ως ελευθερία κίνησης, διαμονής και εργασίας (για τη λειτουργία της ομοσπονδίας βλ. Paul E.Peterson, The Price of Federalism, The Brookings Institution, Washington DC, 1995, Charles Taylor, Reconciling the Solitudes, Essays on Canadian Federalism and Nationalism, McGill-Queens University Press, Montraland Kingston, London, Buffalo,1993).
IV. Η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο
Είναι προφανές πως η θέση για λύση με βάση την αναγνώριση δύο κρατών ή με άλλα λόγια η αναγνώριση διπλής κυριαρχίας, Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής, βγαίνει έξω από το πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ για τη λύση του Κυπριακού. Και για τις ανάγκες της προσέγγισης της Κυπριακής Ομοσπονδίας, διζωνικής-δικοινοτικής, πρέπει να διευκρινιστεί αμέσως πως η προαναφερθείσα «λύση» είναι τελείως άσχετη. Γι΄αυτό και εντυπωσιάζει απολύτως αρνητικά η άποψη ορισμένων πως θα μπορούσε για την Κυπριακή Ομοσπονδία να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο η Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ. Π.Ιωακειμίδη, ΤΑ ΝΕΑ, 17/10/2024, βλ. όμως, ακριβώς αντίθετα στον Δ.Τσάτσο ήδη από το 1994, οπ.π.,σελ143).
Με δεδομένη την ιστορία της προβληματικής, συγκρουσιακής και λόγω Τουρκίας, πολεμικής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά κυρίως λόγω της στάσης της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα η αναγνώριση διπλής κυριαρχίας θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον αποκλεισμό οποιασδήποτε μορφής λύσης, πλην της συνομοσπονδιακής. Αλλά ακόμη και ως προς αυτήν, ο μόνος λόγος να προχωρήσουν οι Τουρκοκύπριοι θα ήταν για να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της ΕΕ έχοντας κερδίσει κατ΄ουσίαν την κυριαρχία στη μισή Κύπρο. Δηλαδή, η κατασταλαγμένη μου άποψη μετά από δεκαετίες ενασχόλησης με το Κυπριακό, είναι πως οι συνομοσπονδιακής υφής λύσεις δεν θα οδηγήσουν μελλοντικά στη μετατροπή της Κυπριακής πολιτείας σε ομοσπονδία, αλλά, αντίθετα, είτε στην διάλυση κάθε δεσμού μεταξύ των δύο «κρατών», είτε στη διαιώνιση της συνομοσπονδίας, δηλαδή στη νομιμοποίηση της εισβολής, της κατοχής και της παράδοσης του 40% της Κύπρου, με το άλλοθι πως δήθεν βρέθηκε μια κάποια λύση.
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Ευρωπαΐκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Συνεπώς, κάθε μορφής εξειδίκευση των θεσμών της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι δεδομένο πως θα διαμορφωθεί υπό το φως του Ενωσιακού Κεκτημένου, υπό τις δύο κύριες μορφές του: α) του σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και β) της διαμορφωμένης μέσα από τη βασανιστική διαδρομή του 20ου αιώνα λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.
α. Τα Θεμελιώδη Δικαιώματα: με την εμπειρία των έως σήμερα σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού, από το σύνολο των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επιλέγω εκείνα που έχουν αναδειχθεί ως επίμαχα. Τις ελευθερίες κίνησης , διαμονής, εγκατάστασηςκαι εργασίας. Αντί περιττών θεωρητικών αναζητήσεων προτιμότερη είναι η ανάγνωση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση Baumbast (c-413/99), την οποία επισημαίνω αντί πολλών [πχ Zambano(c-34/09), Enzelcyk (c-184/99), Dano (c-333/13) κ.α]. Από την υπόθεση Baumbastμεταφέρω αυτολεξεί ορισμένα χαρακτηριστικά χωρία: «Το άρθρο 18 §1 Ε.Κ. ορίζει ότι κάθε πολίτης της Ενώσεως έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών-μελών…». «Βάσει του άρθρου 1 §1 εδ. α’ της Οδηγίας 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου 28/6/1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ.26) τα κράτη μέλη παρέχουν δικαίωμα διαμονής στους υπηκόους των κρατών μελών … καθώς και στα μέλη της οικογένειας τους… υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν … υγειονομική ασφάλιση … και επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνουν … το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους διαμονής». Και παρακάτω:«καθιερώθηκε στη συνθήκη ΕΚ το καθεστώς του πολίτη της Ενώσεως και … αναγνωρίστηκε δικαίωμα κάθε πολίτη να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών …». Η εφαρμογή των περιορισμών πρέπει να γίνεται τηρουμένων των ορίων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο και σύμφωνα με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου και επίσης της αρχής της αναλογικότητας …». Διευκρινίζω αμέσως πως οι περιορισμοί που επιτρέπονται αφορούν αφενός λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας και αφετέρου ύπαρξης κοινωνικής ασφάλισης και διαμονής χωρίς πρόθεση εργασίας αλλά και δίχως πόρους. Συνεπώς, σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού δίχως το σεβασμό αυτών των βασικών για την ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την πλευρά της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς. Άρα οι δύο ζώνες, ως οιονεί κρατίδια πχ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν μπορούν να απαγορεύουν, η μία στους κατοίκους της άλλης, να κινούνται και να εγκαθίστανται ελεύθερα στο έδαφός της. Η ιδιότητα δηλαδή του έχοντος κυπριακή ιθαγένεια, που είναι μία και ενιαία για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους,συνεπάγεται την απόλαυση της ελευθερίας κίνησης, διαμονής, εγκατάστασης και εργασίας.
β. Η λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας στα κράτη μέλη της ΕΕ. Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν προκύπτουν από την ερμηνεία κάποιων διατάξεων του Ενωσιακού Δικαίου, αλλά από την παρατήρηση του τρόπου λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στα κράτη-μέλη. Στα κράτη αυτά κυριαρχεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα (Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία κλπ). Ορισμένα, ωστόσο, λειτουργούν με βάση το ημιπροεδρικό πολίτευμα (Γαλλία, Φιλανδία, Πολωνία, ίσως Τσεχία). Κατά τον 20ο αιώνα, λόγω της έντονης κυβερνητικής αστάθειας σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, και τα δύο αυτά πολιτεύματα εξελίχθηκαν και η εκτελεστική τους εξουσία σταθεροποιήθηκε. Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα παραμερίστηκε ο δικεφαλισμός της εκτελεστικής εξουσίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτειολογίας το κοινοβουλευτικό πολίτευμα εξορθολογίστηκε. Ο Βασιλιάς ή ο ΠτΔπεριορίστηκαν σε αποκλειστικά ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Και κατά τον τρόπο αυτό περιορίστηκε η κυβερνητική αστάθεια. Οι κυβερνήσεις συνήθως δεν παραιτούνται εύκολα και παραμένουν σταθερές για μεγάλα διαστήματα, στο πλαίσιο φυσικά της θητείας των νομοθετικών σωμάτων. Από την άλλη πλευρά στο ημιπροεδρικό πολίτευμα, μέσα από την γαλλική εμπειρία, αναδείχτηκε ως εφικτός ο θεσμός της συγκατοίκησης ΠτΔ και Πρωθυπουργού, με την έννοια όμως της υπεροχής του Προέδρου. Έτσι και στο πολίτευμα αυτό εξασφαλίστηκε η σταθερότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Το ισχύον Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. το σύγγραμμα του Κωνσταντίνου Κόμπου, Υπουργού Εξωτερικών σήμερα της Κύπρου, Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, 2022), θεσπίζει πολίτευμα Προεδρικής Δημοκρατίας, κατ’ εικόνα και ομοίωση του πολιτεύματος των ΗΠΑ. Ως γνωστόν στο προεδρικό πολίτευμα η εκτελεστική εξουσία ανατίθεται σε έναν και μόνο φορέα: στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Άρα η σταθερότητα της εκτελεστικής εξουσίας είναι δεδομένη. Ο Πρόεδρος απειλείται με παραίτηση μόνο μέσω του θεσμού του impeachment, ο όποιος σπανίως εφαρμόζεται έως την καταληκτική του δυνατότητα, δηλαδή την παραίτηση του Προέδρου.
Απαιτείται εδώ η παροχή, ως εκ περισσού ενδεχομένως, δύο παρατηρήσεων: ησταθερότητα της εκτελεστικής εξουσίας έχει αναχθεί σε κορυφαία συνταγματική αρχή, διότι η αστάθεια των κυβερνήσεων ιστορικά υπονόμευε την ίδια τη Δημοκρατία. Κι επιπλέον, η αστάθεια της εκτελεστικής εξουσίας προέκυπτε κατά τεκμήριο από πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις και όχι από εθνικές διαφορές. Στην Κύπρο, που οι εθνικές διαφορές είναι δεδομένες και ιστορικά πολύ φορτισμένες, δεν νοείται εκτελεστική εξουσία με δυϊσμούς, δηλαδή με ενσωματωμένο στους θεσμούς το αίτιο της κυβερνητικής αστάθειας. Κι αυτό διότι η ενδεχόμενη εθνική σύγκρουση θα μετατρέπεται σε πολιτική, η πολιτική σε θεσμική και η θεσμική σε πολιτειακή κρίση. Άρα, ως μορφή πολιτευματικήςανακεφαλαίωσης σημειώνουμε τα εξής: ένα πολίτευμα κράτους μέλους της ΕΕ πρέπει να διέπεται αφενός από τη Δημοκρατική Αρχή και την την Αρχή της Πλειοψηφίας, αλλά και από την Αρχή της Κυβερνητικής Σταθερότητας, δηλαδή από την αρχή που εξασφαλίζει σταθερή, στο πλαίσιο μιας θητείας των νομοθετικών σωμάτων, εκτελεστική εξουσία. Μόνο έτσι τοκράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφενός θα δύναται να διακυβερνηθεί και αφετέρου να εκπροσωπείτα κυρίωςι στο Συμβούλιο Υπουργών και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρόπο που να βοηθά την ενωσιακή συνοχή. Υπό το κράτος, εν τέλει, των πολιτευματικών δεδομένων της ΕΕ και των ΗΠΑ θεσμοί όπως η εκ περιτροπής προεδρεία της Κυπριακής Δημοκρατίας (από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους), ή οι ειδικές πλειοψηφίες που συνοδεύονται από βέτο, βρίσκονται εκτός πλαισίου. Κι ακόμη, η κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας είναι αδιανόητη. Στο Προεδρικό Πολίτευμα ο Αντιπρόεδρος έχει μόνο όσες αρμοδιότητες του παρέχει ο Πρόεδρος, ενώ στο Ημιπροεδρικό Πολίτευμα Αντιπρόεδρος δεν υπάρχει. Τέλος, η λήψη αποφάσεων με προϋπόθεση τη συμφωνία των εκπροσώπων και των δύο κοινοτήτων είναι συμβατή με τα πολιτεύματα των κρατών-μελών της ΕΕ, αρκεί όμως να περιορίζεται σε ζητήματα δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας και έντασης. Όσο για την αρχή της πολιτικής ισότητας των επιμέρους πολιτειών, κρατιδίων, κοινοτήτων, καντονίων ή όπως αυτά ονομάζονται σε κάθε συγκεκριμένη ομοσπονδιακή χώρα, αυτή εξασφαλίζεται από τους θεσμούς του διπλού νομοθετικού σώματος, του «δικαμερισμού», ο οποίος επιτρέπει η αρχή της πολιτικής ισότητας να συμβαδίζει και να εξισορροπεί την αρχή της πλειοψηφίας.
V. Εν είδει τελικού συμπεράσματος
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαΐκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Συνταγματικές λύσεις παρόμοιες με εκείνηντης Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (Dayton Agreement, 1995) είναι απολύτως ασύμβατες με αυτήν. Οι θεσμοί του Προεδρικού Πολιτεύματος θα πρέπει να είναι συμβατοί με τους αντίστοιχους του θεσμικού πολιτισμού της Ευρωπαΐκής Ένωσης και γενικότερα του δυτικού κόσμου. Λύσεις του Κυπριακού έξω από αυτό το πλαίσιο είναι αδιανόητες, διότι θα εγκυμονούν από την πρώτη μέρα της θέσπισής τους την προοπτική της άμεσης διάλυσης. Η διάλυση της Κύπρου μέσω μιας υποτιθέμενης λύσης δεν επιτρέπεται να αποτελεί πολιτική στρατηγική καμμίας από τις εμπλεκόμενες πλευρές ή από εκείνην των εκπροσώπων ή και του ίδιου του Γραμματέα του ΟΗΕ.