Η αυξητική τάση των τιμών σε όλους σχεδόν τους τομείς και κυρίως στα τρόφιμα, ξεκίνησε ως επίπτωση της πανδημίας και συνεχίζεται. Ως κύριοι εξωτερικοί παράγοντες στην αύξηση της ακρίβειας, καταγράφονται η επίδραση της πανδημίας στον αποσυντονισμό της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας, η εκτίναξη των τιμών (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και των τροφίμων (σιτηρά) μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, οι καταστροφές στην φυτική παραγωγή λόγω των καιρικών φαινομένων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και το κόστος των αναγκαίων επενδύσεων για την «πράσινη μετάβαση». Ωστόσο, και οι εσωτερικοί παράγοντες λειτούργησαν επιβαρυντικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές και μικρές επιχειρήσεις με μικρό βαθμό ανταγωνισμού, με μεγάλο μέσο κόστος λειτουργίας, με έντονη επιδίωξη ευκαιριακού κέρδους, με έλλειψη συστηματικών υποδομών για την εφοδιαστική αλυσίδα.
Τέλος το κόστος λειτουργίας του κράτους, το οποίο άμεσα ή έμμεσα επιβαρύνει τη λειτουργία της οικονομίας, η κατάρρευση των εθνικών υποδομών (έλλειψη εθνικών οδών εστιασμένων στις εμπορικές μεταφορές, έλλειψη χωροθέτησης βιομηχανικών πάρκων για την ενίσχυση επενδύσεων στον τομέα των logistics, έλλειψη εμπορικού «στόλου οχημάτων») καθώς και η μείωση των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς οδηγεί στον χαμηλό ανταγωνισμό της ελληνικής οικονομίας αλλά και στη δημιουργία «επιχειρήσεων-καρτέλ». Ταυτόχρονα, η αγοραστική δύναμη, που αποτελεί ποιοτικό δείκτη της Εθνικής Οικονομίας επειδή αποτυπώνει την ικανότητα της οικονομίας να ανταπεξέλθει στην μεταβολή των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών, συνεχώς μειώνεται. Παρ’ όλες τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης για την «αλλαγή επενδυτικής βαθμίδας», στη σύγκριση των χωρών της ΕΕ για την σχέση ΑΕΠ και αγοραστικής δύναμης, η Eurostat κατατάσσει την χώρας στις τελευταίες θέσεις μαζί με την Βουλγαρία.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνουμε :
© 2025 Δημοκράτες. All rights reserved.